διώνυμο

διώνυμο
binôme

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • διώνυμο — Το άθροισμα δύο μονώνυμων (πρόκειται δηλαδή για ένα πολυώνυμο μόνο με δύο όρους), παραδείγματος χάριν, α + β, όπου α, β είναι μονώνυμα. Αν ν είναι φυσικός αριθμός, ιδιαίτερα μεγαλύτερος ή ίσος του 2, προκύπτει το πρόβλημα: να εκφραστεί ως… …   Dictionary of Greek

  • ιππική — Όρος που χρησιμοποιείται για να εκφράσει το σύνολο των αγώνων που διεξάγονται με άλογα και κατά προέκταση ό,τι αφορά την εκτροφή και την εκγύμναση των αλόγων. Η ι. από αθλητική άποψη διαιρείται σε ιππασία και ιππικούς αγώνες. ιππασία. Η τέχνη της …   Dictionary of Greek

  • διώνυμος — η, ο 1. αυτός που έχει δύο ονόματα: Η διώνυμη βασίλισσα Μαρία Θηρεσία. 2. το ουδ. ως ουσ., διώνυμο αλγεβρική παράσταση που αποτελείται από δύο μονώνυμους όρους: Διώνυμο του Νεύτωνα. – Διαφορικά διώνυμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • διωνυμικός — ή, ό [διώνυμο] αυτός που αναφέρεται στο ανάπτυγμα τού διωνύμου …   Dictionary of Greek

  • διώνυμος — η, ο (AM διώνυμος, ον) αυτός που έχει δύο ονόματα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το διώνυμο αλγεβρική παράσταση συντιθέμενη από δύο όρους, μονώνυμα ενωμένα με το σύμβολο τής πρόσθεσης ή τής αφαίρεσης αρχ. διάσημος, περίφημος …   Dictionary of Greek

  • δυωδία — δυώνυμο κ.τ.ό. βλ. διωδία, διώνυμο κ.τ.ό …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • συντελεστής — Στη φυσική είναι μια σταθερά πολλαπλασιαστική, που εμφανίζεται γενικά στους νόμους οι οποίοι εκφράζουν την εξάρτηση ενός φυσικού μεγέθους από άλλα φυσικά μεγέθη. Στην πραγματικότητα, και ακριβέστερα, οι σ. μπορούν να θεωρηθούν σταθεροί εντός… …   Dictionary of Greek

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”